περικατατίθημι

περικατατίθημι
Α
(συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι
τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ' ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”